συντηρητικός — preservative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικός — ή, ό / συντηρητικός, ή, όν, ΝΑ [συντηρῶ (II)] 1. κατάλληλος για συντήρηση 2. αυτός που γίνεται για συντήρηση, για προφύλαξη («συντηρητικά μέτρα») νεοελλ. 1. μτφ. α) οπαδός τού συντηρητισμού β) (γενικά) άνθρωπος με παλαιές αντιλήψεις 2. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
συντηρητικά — συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc pl συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc/acc dual συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικόν — συντηρητικός preservative masc acc sg συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικαί — συντηρητικός preservative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικοί — συντηρητικός preservative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικῆς — συντηρητικός preservative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικῇ — συντηρητικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητική — συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικήν — συντηρητικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)